Άκουσε κάτι στα αυτιά του σαν ψίθυρο. Ήξερε πως ήταν μόνος του σπίτι. Όλα τα φώτα ήταν κλειστά, το βλέμμα του χαμένο σε κάποια σκέψη. Καθισμένος στο πάτωμα στο κέντρο του δωματίου, σκοτάδι γύρω του, ένιωθε λίγο ευάλωτος, σα να ήταν η ψυχή του στο δωμάτιο, μόνη, απροστάτευτη.. Δε μπορούσε να δει γύρω του και, αν και ο χώρος ήταν γνώριμος ένοιωθε βασιλιάς του εαυτού του σε χώρο άπειρο.. Ένα ρεύμα αέρα μπήκε από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες κουβαλώντας μαζί του την αλμύρα της θάλασσας. Γέμισε τα πνευμόνια του όσο μπορούσε, περίεργο, φαίνεται κουβαλούσε και τη μυρωδιά της... Κάποιους ανθρώπους δε μπορούμε να τους αποχωριστούμε, γιατί έχουμε μάθει να ζούνε μέσα μας, και όταν συνειδητοποιούμε πως φεύγουν το κενό αυτό μοιάζει ικανό να γκρεμίσει όλο το κατασκεύασμα που λέγεται ψυχή.. Την σκεφτόταν, και την έφερνε κοντά του με τη σκέψη του, σχεδόν την άγγιζε.. Η καρδιά του χτυπούσε διαφορετικά, το σώμα χαμένο στο χώρο και στο χρόνο.. Την αισθάνθηκε από πίσω του να σαλεύει, να κινείται μες το δωμάτιο διστακτικά σα να φοβόταν μήπως γυρίσει και τη κοιτάξει.. Δεν γύρισε.. Έμεινε εκεί ν΄ακούει τα βήματά της, να νοιώθει το άρωμα της, να σκέφτεται το χαμόγελό της..
Κάποτε του είχε δώσει ένα φυλαχτό.. και τριαντάφυλλα, της άρεσε να του δίνει τριαντάφυλλα και αυτός της χάριζε αστέρια...
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.. Και έμεινε εκεί, μαρμαρωμένος λες και περίμενε κάτι... Σκέφτηκε ξανά το φυλαχτό και το τριαντάφυλλο που είχε δέσει πάνω του. Την "άκουγε" ακόμα να κινείται πίσω του, ανεπαίσθητα βήματα,ρεύματα αέρα. Φανταζόταν πως κρατούσε στα χέρια της ένα τριαντάφυλλο, σαν αυτά που της άρεσε να του χαρίζει, κατακόκκινα.. Του φάνηκε για μια στιγμή να επιπλέει, η ψυχή του χαμογελούσε - μικρή λέξη μάλλον, η κατάλληλη θα ήταν "πετούσε"..
Του πέρασε από το μυαλό να γυρίσει προς τα πίσω.. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί,πόσο μάλλον να το κάνει και άκουσε τη πόρτα να κλείνει απότομα, ανατρίχιασε, "ρεύματα αέρα" είπε αμέσως η λογική, "εκείνη" απάντησε αμέσως η ψυχή του.
Σηκώθηκε να κλείσει τις μπαλκονόπορτες, η λογική είχε επικρατήσει.. Και τότε ήταν που είδε μπροστά στη πόρτα το τριαντάφυλλο... Ακριβώς αυτό το αποξηραμένο λουλούδι που είχε δέσει κάποτε στο φυλαχτό, δυο δωμάτια πιο δίπλα..
χαμογέλασε..
κάτι του είπε η λογική.. ούτε που την άκουσε...